O χαρακτηρισμός των Ελλήνων ως απατεώνων, προδοτών και άλλων τινών δεν είναι παρά μία ακόμα περίπτωση του κοινωνιολογικού φαινομένου της επικλήσεως αρνητικών εθνικών στερεοτύπων σε περιπτώσεις κρίσεων. Αντί να κρίνονται και να κατακρίνονται αποφάσεις ή ενέργειες συγκεκριμένων ατόμων, στιγματίζεται συλλήβδην ένας ολόκληρος λαός.
Το πιο επικίνδυνο στερεότυπο είναι η αμφισβήτηση της ανθρώπινης φύσης φυλών και εθνών.
Το αρκτικόλεξο «ΡΙGS»(*)(ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ), το οποίο χρησιμοποιούν Δυτικοευρωπαίοι και Αγγλοσάξονες επενδυτές και σχολιαστές, ως συνοπτικό τρόπο αναφοράς στους λαούς της Νότιας Ευρώπης και τις οικονομίες τους, δεν είναι μόνο μια κακόγουστη προσβολή.
Είναι μια σύγχρονη εκδοχή του ιστορικού φαινομένου της αμφισβήτησης της ανθρώπινης φύσης του συνανθρώπου, της διαδικασίας κατά την οποία μέλη μιας εθνικής ομάδας υποβιβάζουν τα μέλη μιας άλλης στο επίπεδο των ζώων, μεταδίδοντας έμμεσα το μήνυμα ότι είναι άξια να τύχουν παρόμοια με αυτά μεταχείρισης.
Αν και ορισμένα έντυπα, όπως οι «Financial Τimes», και τράπεζες, όπως η Βarclays, κατόπιν καταγγελιών, όπως εκείνη του Πορτογάλου υπουργού Οικονομικών, απαγόρευσαν τη χρήση του, ο όρος κινδυνεύει να καθιερωθεί. Όσοι εξακολουθούν να τον χρησιμοποιούν δεν αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα μιας τέτοιας πρακτικής.
Λησμονούν ότι παρόμοιες μειωτικές εκφράσεις είχαν χρησιμοποιηθεί συστηματικά κατά το παρελθόν για να απευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη, να αναστείλουν τυχόν ενδοιασμούς, να απενεργοποιήσουν τη συναισθηματική ταύτιση και να διευκολύνουν διωγμούς, σφαγές, ακόμα και γενοκτονίες.
Της γενοκτονίας της Ρουάντας για παράδειγμα είχε προηγηθεί μια κυβερνητικά συντονισμένη εκστρατεία λεκτικής «αποκτήνωσης» των θυμάτων και κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πόλεμου η ιαπωνική προπαγάνδα είχε χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο εναντίον των Αμερικανών. Η πιο ακραία, βέβαια περίπτωση, ήταν εκείνη του Τρίτου Ράιχ. Ένα από τα σκευάσματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη γενοκτονία των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ήταν το παρασιτοκτόνο Ζyclon Β. Πολύ πριν, όμως, οι κρατούμενοι εξοντωθούν με παρασιτοκτόνα, είχε προηγηθεί η απομείωση της ανθρώπινης φύσης τους από τον ναζιστικό μηχανισμό προπαγάνδας.
Εκφράσεις όπως «αρουραίοι», «μολυσματικά ζωύφια»είχαν χρησιμοποιηθεί συστηματικά για τον χαρακτηρισμό τους. Και φυσικά όταν εκλαμβάνεις τους αντιπάλους σου όχι ως ανθρώπους αλλά ως κτήνη ή παράσιτα, δεν έχεις και πολλούς ενδοιασμούς για να τους εξοντώσεις προκειμένου να ανακυκλώσεις τις τρίχες ή το λίπος τους. Η λεκτική «αποκτηνωτική» βία αποτελεί συχνά τον προθάλαμο πραγματικής και όχι μόνο στη διεθνή σκηνή.
Σε έρευνά μου για τα εγκλήματα του όχλου είχα κάνει διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών υβριστικών εκφράσεων, εκείνων οι οποίοι αρνούνται τον ανδρισμό του αντιπάλου και εκείνων οι οποίοι αρνούνται την ανθρώπινη φύση του και είχα διαπιστώσει ότι η πρώτη ανοίγει τον δρόμο σε ριτουαλιστική και η δεύτερη σε πραγματική βία. Οι τραγικές συνέπειες της λεκτικής «αποκτήνωσης» είναι ο λόγος για τον οποίο οι ανθρωπολόγοι Μontagu και Μatson θεωρούν ότι οι διαδικασίες άρνησης της ανθρώπινης υπόστασης συνανθρώπων είναι «ο πέμπτος καβαλάρης της Αποκαλύψεως» . Θα ήταν υπερβολικό, βέβαια, να ισχυριστεί κανείς ότι οι χρήστες του όρου «ΡΙGS» προετοιμάζουν το έδαφος για την οικονομική κατακρεούργηση των άσωτων «γουρουνιών» του Νότου.
Είναι όμως απορίας άξιο το ότι πολιτισμένοι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο να διαδίδουν μειωτικές εκφράσεις που τόσα δεινά έχουν προκαλέσει κατά το παρελθόν. Όταν δεν αντιμετωπίζουμε τους άλλους ως άτομα, αλλά ως εκπροσώπους στερεοτύπων, όταν μία εθνότητα θεωρείται ότι ενσαρκώνει το έντιμο και το ηθικό και ο αντίπαλος το δόλιο και το ανήθικο, τότε ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για κάθε λογής βαρβαρότητα. Ούτε οι Νότιοι είναι «γουρούνια», ούτε οι Έλληνες είναι εκ γενετής απατεώνες, ούτε οι Γερμανοί επιρρεπείς σε γενοκτονίες.
Το καλό και το κακό ενυπάρχει στον καθένα και το δεύτερο μπορεί εύκολα να πυροδοτηθεί από λεκτικές κοινωνικές διαδράσεις.Ας ελπίσουμε ότι ο «πέμπτος καβαλάρης της Αποκαλύψεως», προτού συνεχίσει τη νέα του επέλαση, θα σκοντάψει στους βράχους της λογικής και της κοινής μας ανθρωπιάς.
Ευγένιος Τριβιζάς
*
Portugal -
Italy -
Greece -
Spain
Μερικά στοιχεία μιλούν από μόνα τους: Σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ περίπου 42 εκατομμύρια κάτοικοι της χώρας (18% περισσότεροι από πέρυσι) επιβιώνουν χάρη στα κουπόνια τροφίμων. Σε λίγες εβδομάδες θα αρχίσουν να λήγουν τα επιδόματα ανεργίας που λαμβάνουν περίπου 4 εκατομμύρια άνθρωποι που έχασαν τις δουλειές τους την τελευταία διετία της οικονομικής κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας απολυμένος δικαιούται επίδομα για 99 εβδομάδες, χρονικό διάστημα που αρνούνται να παρατείνουν οι κυβερνώντες. «Και µια και αυτοί οι άνθρωποι εξακολουθούν να µην µπορούν να βρουν δουλειά πουθενά, η πιο φυσική τους αντίδραση θα είναι να εξοργιστούν για την κατάντια τους», γράφει ο οικονοµικός αναλυτής Τάιλερ Ντάρντεν στο «Zero Hedge». «Γι’ αυτό δεν ξαφνιαστήκαµε ιδιαίτερα όταν διαβάσαµε πως στην πολιτεία της Ινδιάνας, και σύντοµα παντού, οι αρχές τοποθετούν στα γραφεία εργασίας ένοπλους φρουρούς».
Η επίσηµη... εξήγηση είναι φυσικά καλοπροαίρετη: «Ενοπλοι φρουροί θα τοποθετηθούν σε 36 γραφεία εργασίας της Ινδιάνας, σε µία προσπάθεια να βελτιωθεί η ασφάλειά τους». Γιατί αυτή η ασφάλεια χρειάζεται βελτίωση ξαφνικά; Φυσικά επειδή λήγει το όριο των 99 εβδοµάδων για την επιδότηση των ανέργων. Πράγµα που σηµαίνει πως ο επόµενος άνεργος που θα πάει στο γραφείο εργασίας για να εισπράξει την επιταγή του µπαρµπα-Σαµ, πιθανότατα θα βρεθεί αντιµέτωπος µε τον κουκουλοφόρο που εικονίζεται στη φωτογραφία. Ο εκπρόσωπος της αρµόδιας υπηρεσίας ανάπτυξης εργατικού δυναµικού Μαρκ Λότερ το λέει ξεκάθαρα: «Με δεδοµένη την επικείµενη εκπνοή του ορίου για τα επιδόµατα και το αυξηµένο στρες ορισµένων ανέργων, σκεφτήκαµε να εξασφαλίσουµε µε πρόσθετη φρούρηση την ασφάλεια του προσωπικού µας». Σύμφωνα με υπολογισμούς περίπου 100.000 άνθρωποι θα χάσουν το επίδομά τους στην Ιντιάνα ως το τέλος Νοεμβρίου και δύο εκατομμύρια σε ολόκληρη τη χώρα.
Στο υστερόγραφό του ο Τάιλερ Ντάρντεν καταλήγει: «Προσεχώς, ένοπλοι φρουροί στην υπηρεσία κοινωνικών υπηρεσιών της γειτονιάς σας. Και στο τοπικό παντοπωλείο. Και σύντοµα παντού». Και όταν λέει παντού, εννοεί σε όλη τη χώρα.
Το τάνκερ με σημαία Παναμά «Μ/Τ Polar» της εταιρείας Paradise Navigation SA, η οποία ανήκει στον ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Πανιώνιος Κωνσταντίνο Τσακίρη, έπεσε θύμα πειρατείας 580 μίλια ανατολικά της νήσου Σοκότρα τα ξημερώματα της 30ής Οκτωβρίου και χθες έφτασε στο λιμάνι του Χόμπιο.
Το τάνκερ χωρητικότητας 72.825 τόνων έχει 24μελές πλήρωμα, εκ των οποίων τρεις είναι έλληνες!
Στο «
Buried» νέος άντρας, πατέρας μικρού παιδιού, βρίσκεται θαμμένος ζωντανός μέσα σε ένα φέρετρο, στο «
Είμαι ο Έρωτας» λιγότερο νέα γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών κάπου ανάμεσα στα 20 και στα 25, βρίσκεται θαμμένη ζωντανή μέσα σε ένα γάμο. Ο άντρας είναι θαμμένος στο Ιράκ: δεν είναι στρατιώτης, δεν είναι μισθοφόρος της Βlackwater, είναι ένας απλός οδηγός φορτηγού που τον έθαψαν για να ζητήσουν λύτρα. Η γυναίκα είναι θαμμένη σε έπαυλη εμβληματικής βιομηχανικής οικογένειας της βόρειας Ιταλίας: δεν είναι δυστυχής, δεν υποφέρει, είναι θαμμένη στην μεγαλοπρεπέστατη ανία μιας ζωής όπου όλα είναι έτοιμα και οι μεγάλες συγκινήσεις παρελθόν. Του άντρα το όνομα το ξεχνάς, αφού είναι ένα ακόμα αμερικάνικο όνομα (Πολ) και δεν παίζει και κανένα ρόλο στην υπόθεση. Της γυναίκας όμως το όνομα το θυμάσαι επειδή στα ελληνικά ηχεί σαν Αίμα. Το θυμάσαι κυρίως επειδή δεν ήταν το αληθινό της: της το έδωσε ο άντρας της όταν την έφερε στην Ιταλία από την Ρωσία για να την παντρευτεί. Οικειοθελώς μετανάστες και οι δύο σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, ο μεν Πωλ για να μαζέψει κάποια χρήματα και γυρίσει στην πατρίδα του, η δε Έμμα από τότε που έφυγε επέλεξε να μην επιστρέψει στη Ρωσία, ούτε για να την ξαναδεί. Άρχισε να κατοικεί σε άλλο τόπο, σε άλλη γλώσσα, σε άλλο όνομα.
Όλο το «Buried» διαδραματίζεται μέσα στο φέρετρο: ένα κινητό, ένας αναπτήρας, ένας φακός, μια λάμπα, σε αντιδιαστολή με τις μιλανέζικες επαύλεις και τους επιβλητικούς καθεδρικούς ναούς, με τους λονδρέζικους ουρανοξύστες και την ιταλική φύση του «Είμαι ο Έρωτας». Ό,τι πιο μινιμαλιστικό οπτικά σε αντιδιαστολή με ό,τι πιο πλούσιο οπτικά. Κοινό γνώρισμα όμως και στις δύο ταινίες είναι η αξιοποίηση του χώρου τους. Ο χώρος ως περιορισμός και ταυτόχρονα ο χώρος ως δυνατότητα. Δεν ορίζει ο χώρος τις δυνατότητές σου, το βλέμμα σου τις ορίζει. Το μόνο που μπορεί να σε περιορίσει είναι να μην ξέρεις να κοιτάς. Και οι δύο σκηνοθέτες δεν έχουν τέτοιου είδους περιορισμούς. Ο Ροντρίγκο Κορτές εξαντλεί την ευρηματικότητά του στο «Buried», αλλά και ο Λούκα Γκουαντανίνο προσφέρει ασυνήθιστες λήψεις, ασυνήθιστα κάδρα από ψηλά ή από απόσταση. Περιορισμένο στον πιο ασφυκτικό χώρο που μπορεί να φανταστεί κανείς, τo «Βuried» αποδεικνύει ότι η πρώτη ύλη του κινηματογράφου είναι η φαντασία και το ταλέντο και ότι το «δεν γίνεται» δεν είναι απαράβατος κανόνας. Θα μπορούσαν αυτές τις μέρες να το επιβεβαιώσουν και εκτός κινηματογράφου οι -όχι πια θαμμένοι- μεταλλωρύχοι της Χιλής.
Από την αρχή της ταινίας ο Πωλ προσπαθεί να σωθεί. Το μοτίβο του «Buried» είναι αυτό και έτσι θα κινηθεί σε όλη της τη διάρκεια. Αντίθετα, το «Είμαι ο Έρωτας» χτίζει υπομονετικά και διακριτικά το δικό του περιβάλλον, χωρίς να βιάζεται καθόλου να μπει στο ερωτικό πεδίο. Γενικότερα το «Είμαι ο Έρωτας» είναι μια ταινία που σε ξεγελά. Νομίζεις πως βλέπεις μια εντελώς κλασική κινηματογραφική αφήγηση, μέχρι να διαπιστώσεις ότι έχει μέσα στην καρδιά της ένα ξεχωριστό προσωπικό στυλ. Όπως π.χ. συμβαίνει με τη σκηνή της ερωτικής καταδίωξης στο Σαν Ρέμο (μια σκηνή με
επιρροές από τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» και που περιλαμβάνει άλλωστε ζουμ στο χτένισμα της Τίλντα Σουίντον
σαν να ήταν η Κιμ Νόβακ), μια αληθινά ζαλιστική σκηνή, θαμπή σαν τα τζάμια του φορτηγού του για να μην είσαι σίγουρος αν θα βγει κι εκείνη από μέσα ή είναι όλα στη φαντασία της, θαμπωτική σαν την ανάμνηση του πρώτου αιφνίδιου φιλιού. Όπως επίσης συμβαίνει με όλη την τελευταία πράξη της ταινίας, που μολονότι περιέχει μια μελό απιθανότητα αντάξια της πιο κραυγαλέας σαπουνόπερας, κατορθώνει αμέσως μετά να την υπερβεί, με μια τραμπάλα έντονων συναισθημάτων, με μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο βουβό και στο φωναχτό ή ανάμεσα στο σκοτάδι και τα μαργαριτάρια του κολιέ της.
«Το παν είναι να μη χάσουμε το μυαλό μας» θα της πει ο άντρας της. Αλλά η Έμμα είχε χάσει τόσα χρόνια τα ερωτικά της συναισθήματα και τώρα που τα βρήκε είναι μια χαρά διατεθειμένη να χάσει το μυαλό της. Kαι ίσως αυτό ακριβώς το χάσιμο επείγεται να διατηρήσει, ίσως αυτό να είναι το τελικό διακύβευμα και η τελική φούρια της ταινίας και ίσως για αυτό η ταινία εξαφανίζει από το προσκήνιο τον έρωτά της. Αλλά και γενικότερα η ταινία δεν αναλύει αισθήματα, δεν εξετάζει τα κίνητρά της, τα κίνητρά του, τα τι και τα πως, αμφιβολίες και αναστολές. Είναι που είναι ήδη τετριμμένο και χιλιοειπωμένο το θέμα του έρωτα που τάξεις και λοιπά εμπόδια δεν γνωρίζει, που αν το ανέλυε με λέξεις το μελόδραμα θα μετατρεπόταν κανονικά σε σαπουνόπερα. Αντί να μιλήσει για αυτά, η ταινία προτιμά να εικονογραφεί μεγάλα συναισθήματα, ριζικές αποφάσεις, το άνοιγμα της συναισθηματικής αβύσσου, και έτσι το σαπούνι αφαιρείται και μένει η όπερα. Η εμφατική σινεφίλ αναφορά της
σκηνής του «Φιλαδέλφεια» φανερώνει την προτίμηση που έχει ο Γκουαντανίνο για τις σκηνές με πατημένο το γκάζι του μελοδράματος. Η Έμμα στο τέλος είναι μια δύναμη της φύσης, η καταπληκτική μουσική του Τζον Άνταμς είναι εσκεμμένα θυελλώδης και η ταινία τελειώνει σαν όπερα.
Και κάπως έτσι υποκλίνεσαι μεν στη σύλληψη και την εκτέλεση του «Buried», ξέρεις όμως πως αν είναι να χάσεις το δικό σου μυαλό για μια ταινία αυτή θα Είναι ο Έρωτας.